παροφθαλμιστής

παροφθαλμιστής
παροφθαλμιστής, οῦ, , =
A praestigiator, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παροφθαλμιστής — ὁ, ΜΑ αυτός που προκαλεί οπτικές απάτες στους θεατές, ταχυδακτυλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

  • παροφθαλμιστικός — ή, όν, Α [παροφθαλμιστής] (το θηλ. ως ουσ.) ἡ παροφθαλμιστική η τέχνη τού θαυματοποιού, η ταχυδακτυλουργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”